- κάτομβρος
- κάτομβρος, -ον (ΑΜ)βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.)αρχ.1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.)2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ-ομβρος, σύν-ομβρος].
Dictionary of Greek. 2013.